ὀτρυντύς

ὀτρυντύς
ὀτρῡντύ̱ς , ὀτρυντύς
a cheering on
fem acc pl
ὀτρῡντύς , ὀτρυντύς
a cheering on
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οτρυντύς — ὀτρυντύς, ύος, ἡ (Α) παρότρυνση, παρόρμηση, παρακίνηση, προτροπή («μηδέ τις ἄλλην λαῶν ὀτρυντὺν ποτιδέγμενος ἰσχαναάσθω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀτρύνω + επίθημα τύς (πρβλ. ορχησ τύς)] …   Dictionary of Greek

  • -τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… …   Dictionary of Greek

  • ὀτρυντύι — ὀτρῡντύϊ , ὀτρυντύς a cheering on fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀτρυντύν — ὀτρῡντύν , ὀτρυντύς a cheering on fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”